ηλιόλουστος

ηλιόλουστος
-η, -ο
αυτός που φωτίζεται πολύ από τον ήλιο: Ηλιόλουστη μέρα. – Ηλιόλουστο σπίτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηλιόλουστος — και λιόλουστος, η, ο αυτός που λούζεται από τον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ευήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + λουστός (< λούζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • ευήλιος — α, ο (ΑΜ εὐήλιος, ον Α και εὐάλιος, ον) 1. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ηλιόλουστος (α. «τὴν οἰκίαν... ὅτι χειμῶνος μὲν εὐήλιός ἐστι, τοῦ δὲ θέρους εὔσκιος», Ξεν. β. «εὐηλίοις ἐν ἁμέραισιν», Αριστοφ. γ. «ευήλιο διαμέρισμα») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εύειλος — εὔειλος, ον (Α) ευήλιος, προσήλιος, ηλιόλουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειλος (< είλη «ηλιακή θερμότητα»), πρβλ. ά ειλος, πρόσ ειλος) …   Dictionary of Greek

  • ηλιοφώτιστος — η, ο αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιόλουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φώτιστος (< φωτίζω), πρβλ. νεο φώτιστος, ολο φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • ηλιόβλητος — η, ο (Α ἡλιόβλητος, ον) αυτός που τόν χτυπούν οι ακτίνες τού ήλιου, ο ηλιόλουστος («ἡλιοβλήτους πλάκας», Ευρ.) νεοελλ. (για πρόσ.) ο ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βλητός (< βάλ λω)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιόβολος — η, ο (Α ἡλιόβολος, ον) (για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ηλιόλουστος νεοελλ. 1. ο ηλιοβαρεμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόβολο η ηλιακή ακτινοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. αεί βολος, καλλί βολος] …   Dictionary of Greek

  • λαμπερός — ή, ό (Μ λαμπερός, ή, όν) [λάμπω] 1. αυτός που εκπέμπει λάμψη, ακτινοβόλος, λαμπρός, αστραφτερός 2. φωτεινός, ηλιόλουστος μσν. μτφ. περιφανής …   Dictionary of Greek

  • λιοπερίχυτος — η, ο ηλιόλουστος, ευήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (I)* + περιχύνω] …   Dictionary of Greek

  • λιόλουστος — η, ο βλ. ηλιόλουστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”